νιτροβάμβακας

νιτροβάμβακας
ο
χημ. ονομασία τών προϊόντων νίτρωσης τού βάμβακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. coton nitre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… …   Dictionary of Greek

  • νιτροκυτταρίνη — Ουσία που προκύπτει από την επεξεργασία της κυτταρίνης (ακατέργαστο βαμβάκι ή πολτός ξύλου) με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Οι διάφοροι τύποι ν. έχουν το χαρακτήρα του αρχικού υλικού και διαφέρουν μεταξύ τους σε περιεκτικότητα αζώτου, η …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”